δουλευτάρης, -α, -ικο

δουλευτάρης, -α, -ικο
εργατικός, φιλόπονος: Πήρε άντρα δουλευτάρη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δουλευτάρης — α, ικο και δουλευταράς, ού 1. εργατικός, φιλόπονος, δραστήριος 2. εξυπηρετικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”